- κατηγόρημα
- και κατηγόρεμα, το (AM κατηγόρημα, Μ και κατηγόρημαν) [κατηγορῶ](λογ.) αυτό που λέγεται για το υποκείμενο, η ιδιότητα, η ενέργεια, το πάθος και γενικά καθετί που αποδίδεται σε κάποιον ή σε κάτι, δηλ. στο υποκείμενονεοελλ.1. η πράξη ή η ιδιότητα για την οποία κατηγορείται κάποιος, το αντικείμενο τής κατηγορίας2. κύριος όρος τής προτάσεως, ο οποίος αποδίδεται στο υποκείμενο της και εκφέρεται είτε μονολεκτικός, οπότε είναι ρήμα, είτε περιφραστικώς, οπότε αποτελείται από ένα συνδετικό ρήμα και από το κατηγορούμενο, π.χ. «ο ήλιος λάμπει», «ἁπλοῡς ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας ἔφυ»μσν.φρ. «πίπτω εἰς κατηγόρημα» — εκτίθεμαι σε κατηγορία, κατηγορούμαιμσν.-αρχ.κατηγορία, μομφή («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ κατηγόρημα ἕν ἔστω», Πλάτ.)αρχ.1. γεγονός ή ενέργεια η οποία φανερώνει κάτι, ένδειξη2. σημείο, σημείωση.
Dictionary of Greek. 2013.